Dr. Guido Salvini

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΛΕΙΤΣΙΚΑ & ANDREA SPERANZONI

Από τα τέλη της δεκαετίας του '60 έως τα μέσα της δεκαετίας του '70, και κατά συνέπεια την ίδια περίοδο που οι συνταγματάρχες είχαν επιβάλλει τη δικτατορία στην Ελλάδα, η Ιταλία υπήρξε θέατρο ενός μικρού, αλλά αιμοσταγούς ακήρυχτου πολέμου. Ένα φαινόμενο που οι μελετητές προσδιορίζουν ως "σύγκρουση χαμηλής έντασης" και χαρακτηρίζεται από μία ακολουθία σφαγών και επιθέσεων όχι εναντίον επιλεγμένων στόχων, αλλά εναντίον αθώων πολιτών.
Δεκάδες απλοί πολίτες οι νεκροί και εκατοντάδες οι τραυματισμένοι, άτομα που απλά περίμεναν το τρένο σ' ένα σταθμό ή ταξίδευαν με ένα τρένο ή βρίσκονταν σε μία τράπεζα ή συμμετείχαν σε μία διαδήλωση.
Οι ρίζες και οι στόχοι αυτού του πολέμου εναντίον αθώων πολιτών εντοπίστηκαν αμέσως, εκείνη την εποχή, από τις δημοκρατικές δυνάμεις, αμέσως, αλλά η πλήρης αποκάλυψη, μέσα από τις δικαστικές έρευνες, παρά τις πολλαπλές προσπάθειες απόκρυψης της αλήθειας, επήλθε με θετικά αποτελέσματα μόνο τη δεκαετία του '90. Πρόκειται για ρίζες που έχουν τη βάση τους άμεσα στην τότε σύγκρουση μεταξύ των δύο συνασπισμών, του Δυτικού και του Κομμουνιστικού.
Ιδιαιτέρως, σ' ό,τι αφορά την Ιταλία, το ζήτημα ήταν να υπάρξει εγγύηση για την παραμονή της χώρας στο δυτικό μπλοκ, χωρίς καμία παραχώρηση, ούτε το ελάχιστο άνοιγμα προς μία διαφορετική ισορροπία. Για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι βομβιστικές, ακριβώς για να δημιουργήσουν ένα καθεστώς διαρκούς φόβου. Αυτές οι ενέργειες, για τις οποίες κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη, αποδίδονταν μέσω ενός προαποφασισμένου σχεδίου στην εξτρεμιστική αριστερά και στόχευαν να "σταθεροποιήσουν το σύστημα" θέτοντας ως κύριο ζήτημα την ασφάλεια, την απαίτηση για μία κυβέρνηση "δυνατή", ώστε να εμφανίζεται ως επικίνδυνη περιπέτεια κάθε προοδευτική πολιτική προοπτική.
Η διεθνής πολιτική κατάσταση, τη δεκαετία του '60, βρισκόταν στη φάση ολοκλήρωσης του ψυχρού πολέμου και ταυτοχρόνως εκτόξευε στα ύψη τη σφοδρή σύγκρουση μεταξύ των δύο συνασπισμών.
Ήταν η περίοδος της αυξημένης αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο Βιετνάμ και της επέμβασης των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία.
Σ' αυτό το διεθνές πλαίσιο η Ιταλία βίωνε τη γεωγραφική και πολιτική της θέση ως "συνοριακή χώρα". Ήταν η πιο κοντινή χώρα της Δύσης στα ανατολικά σύνορα, εκτεθειμένη στο φόβο μιας επίθεσης συμβατικού χαρακτήρα από τις ένοπλες δυνάμεις των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Βρισκόταν σε μία ενδιάμεση θέση, μεταξύ των προωθημένων δημοκρατιών της Δύσης και των χωρών της Μεσογείου με δικτατορικά στρατιωτικά καθεστώτα (Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα).
Ειδικότερα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας δεν ήταν ένα κόμμα στο περιθώριο της πολιτικής ζωής όπως στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, αλλά ήταν το μεγάλο κόμμα, η αξιωματική αντιπολίτευση, βαθιά ριζωμένο στο εκλογικό σώμα και το λαό. Ένα κόμμα που είχε συμβάλλει με αποφασιστικό τρόπο στον αντιφασιστικό αγώνα και το τέλος του πολέμου, με καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου δημοκρατικού Συντάγματος, με ευαισθησίες απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα της Ευρώπης, αλλά ταυτοχρόνως θεωρούταν από κύκλους του Ατλαντικού Συμφώνου ως η πιθανή πέμπτη φάλαγγα των σοβιετικών αντιπάλων.
Με στόχο την αποφυγή κάθε, ακόμη και υποθετικού, κινδύνου ανόδου του Κ.Κ.Ι. και των άλλων δυνάμεων της αριστεράς στην κυβέρνηση, ο έλεγχος της ιταλικής εθνικής κυριαρχίας ξεκίνησε αμέσως, και ίσως πριν, από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο James Jesus Angleton, συντονιστής από το 1943 των ειδικών αμερικανικών επιχειρήσεων της O.S.S. (Office Strategic Services) στην Ιταλία, είχε στρατολογήσει -ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων-, με βάση τον επικείμενο αντικομμουνιστικό αγώνα, πολλούς φασίστες αξιωματικούς και πολίτες συνεργάτες των ναζί, ενσωματώνοντας και το κατασκοπευτικό δίκτυο της κυβέρνησης του Μουσολίνι.
Μεταξύ αυτών ο πρίγκιπας Junio Valerio Borghese, διοικητής του "X Mas", ενός είδους ιδιωτικού στρατού που διενεργούσε επιχειρήσεις στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Τον Borghese διέσωσε, από τον τουφεκισμό, αμέσως μετά την απελευθέρωση, προσωπικά ο Angleton, μεταφέροντάς τον στη Ρώμη με ένα τζιπ του στρατού των Η.Π.Α.
Όπως, με την παράθεση πολλών στοιχείων, αποκαλύπτουν στο βιβλίο τους ο Speranzoni και ο Κλειτσίκας, ο πρίγκιπας Borghese, πρωτεργάτης της απόπειρας πραξικοπήματος το Δεκέμβρη του 1970, για να εκπαιδεύσει τους άνδρες του, είχε στη διάθεσή του μία ασφαλή βάση στην Κέρκυρα με τη φιλική προστασία των ενόπλων δυνάμεων του συνταγματάρχη Παπαδόπουλου.
Ουσιαστικά, τουλάχιστον μέχρι το 1949, ο James Jesus Angleton, διεύθυνε τις ιταλικές Μυστικές Υπηρεσίες, δίνοντας έμφαση στο ρόλο τους ως "μηχανισμούς καταστολής", μία κατεύθυνση που θα διατηρήσουν τις επόμενες δεκαετίες συμβάλλοντας καθοριστικά στην εγκαθίδρυση μίας πολιτικής που οι μελετητές ονόμασαν "περιορισμένη κυριαρχία". Δηλαδή, μια πολιτική όπου η Ιταλία εγκατέλειπε την εθνική της κυριαρχία προς το συμφέρον του ισχυρού Ατλαντικού Συμφώνου.
Σ' αυτό το διεθνές πλαίσιο η Ιταλία που ήδη ένας πιθανός χώρος σύγκρουσης, έγινε, για τους δυτικούς συμμάχους, χώρος τεραστίων στρατηγικών ανησυχιών αφού η χώρα μας, με έναρξη το 1968, αν και με μία καθυστέρηση αναφορικά με τις άλλες χώρες της Δύσης, διαπεράστηκε από το κίνημα της φοιτητικής εξέγερσης και κυρίως των εντυπωσιακών συνδικαλιστικών αγώνων του εργατικού κινήματος, που προκαλούσαν το φόβο μιας "διολίσθησης" του πολιτικού πλαισίου προς την αριστερά.
Εν τω μεταξύ, ωστόσο πάντα καθυστερημένα αναφορικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εγκαινιαζόταν η πολιτική των μεταρρυθμίσεων, που σίγουρα δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν ως επαναστατικές, αλλά ήταν τουλάχιστον ύποπτες για ορισμένους συντηρητικούς κύκλους της αμερικανικής διοίκησης: ο νόμος για την περιφερειακή αποκέντρωση που επέτρεψε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας να αναλάβει την κυβέρνηση στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά Περιφέρειες, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επέτρεψε την είσοδο στη Μέση Εκπαίδευση και στα Πανεπιστήμια σε κοινωνικά στρώματα που ήταν μέχρι τότε αποκλεισμένα, ο νόμος για τα εργατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα που ενίσχυσε την προστασία απέναντι στις απολύσεις και εγγυήθηκε πλήρως το δικαίωμα των συνελεύσεων και της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων.
Στο κοινωνικό επίπεδο και αναφορικά με το Οικογενειακό Δίκαιο κατοχυρώθηκε με νόμο το διαζύγιο, παρά την αντίθεση της Εκκλησίας και του κυβερνητικού κόμματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας.
Αρκούσε αυτή η ανανεωτική ριπή για ν' αναδυθεί η στρατηγική των τρομοκρατικών επιθέσεων και των σχεδιασμών πραξικοπημάτων, που ο Speranzoni και ο Κλειτσίκας παραθέτουν τεκμηριωμένα, για πρώτη φορά στην ελληνική κοινή γνώμη, με την ανάλυση πολλών ντοκουμέντων από τα αρχεία των ιταλικών Μυστικών Υπηρεσιών που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια των πρόσφατων δικαστικών ερευνών.
Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ιταλία (1969 - 1974) και των γεγονότων στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρός και είναι πρωταρχικό να γίνουν κατανοητές οι αμοιβαίες αλληλοεπιδράσεις.
Μία, αν όχι η μοναδική, από τις πιθανές διεξόδους της ιταλικής στρατηγικής του τρόμου ήταν όντως η λύση "αλά ελληνικά", με την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος, καθαρώς στρατιωτικό ή με την υποστήριξη των στρατιωτικών, που θα διαβεβαίωνε πως έχει ως στόχο την αποκατάσταση της τάξης και την εξάλειψη της εξέγερσης.
Μ' αυτόν τον τρόπο, σχεδόν ολόκληρη η Μεσόγειος, από τη Λισσαβόνα μέχρι την Αθήνα και την Άγκυρα, θα ήταν ελεγχόμενη από ισχυρές κυβερνήσεις που θα εγγυούνταν την πλήρη δυνατότητα των δυνάμεων του Ν.Α.Τ.Ο. να δράσουν σε περίπτωση κρίσεων όπως εκείνη στο Σουέζ το 1964, ή όπως στον πόλεμο των έξι ημερών μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών χωρών τον Ιούνη του 1967.
Μέχρι το 1974 οι απόπειρες ακολούθησαν ένα δραματικό ρυθμό ανάπτυξης.
Την άνοιξη του 1969 μία σειρά από προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις χωρίς θύματα κτυπούν ορισμένα Δικαστήρια, Πανεπιστήμια, το σιδηροδρομικό σταθμό και την Έκθεση του Μιλάνο.
Το βράδυ, μεταξύ 8 και 9 Αυγούστου 1969, ενώ εκατομμύρια πολιτών μετακινούνται στους τόπους καλοκαιρινών διακοπών, δέκα εκρηκτικοί μηχανισμοί εκρήγνυνται στα τρένα τραυματίζοντας εκατοντάδες ανθρώπους και σκορπώντας πανικό στη χώρα.
Στις 12.12.1969, πέντε βόμβες εκρήγνυνται ταυτοχρόνως στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Ο εκρηκτικός μηχανισμός που τοποθετήθηκε στην κεντρική αίθουσα της Εθνικής Αγροτικής Τράπεζας του Μιλάνο προκαλεί το θάνατο 17 πολιτών και 88 τραυματίζονται σοβαρά.
Η στρατηγική του τρόμου συνεχίζεται με τη σφαγή στο σιδηροδρομικό σταθμό της Τζόγια Τάουρο (22 Ιούλη 1970: 6 νεκροί και 72 τραυματίες), τη σφαγή μπροστά στο Αστυνομικό Μέγαρο του Μιλάνο (17 Μάη 1973: 4 νεκροί και 46 τραυματίες), τη σφαγή στη Μπρέσια κατά τη διάρκεια μιας αντιφασιστικής διαδήλωσης (28 Μάη 1974: 8 νεκροί και 103 τραυματίες), τη σφαγή στο τρένο Italicus, στη διαδρομή Μπολόνια - Φλωρεντία (4 Αυγούστου 1974: 12 νεκροί και 44 τραυματίες).
Δεκάδες άλλες επιθέσεις, τις ίδιες χρονιές, αποτυγχάνουν από κακή λειτουργία των εκρηκτικών μηχανισμών ή διότι, σε κάποιες περιπτώσεις, τα τρένα δεν εκτροχιάζονται από την έκρηξη. Αυτά τα αριθμητικά στοιχεία μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε το μέγεθος της στρατηγικής.
Στις 31 Μάη 1972, στο Πετεάνο, στην επαρχία της Γκορίτσια, ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο εκρήγνυται και δολοφονούνται τρεις καραμπινιέροι. Θα είναι η μοναδική επίθεση εναντίον στρατιωτικών και όχι πολιτών.
Η "στρατηγική έντασης", έτσι την ονόμασαν οι δημοκρατικές δυνάμεις από την πρώτη στιγμή, μειώνει την έντασή της και επίσης, είναι πιθανό τις σχέσεις συμπαράστασης σε τμήματα του κρατικού μηχανισμού, όπως ήταν στα μέσα της δεκαετίας του '70, όταν δηλαδή οι πολιτικοί στόχοι που είχαν τεθεί έχουν ξεπεραστεί και είναι απραγματοποίητοι.
Πράγματι, στα μέσα της δεκαετίας του '70 είχε κοπάσει η ένταση μεταξύ του δυτικού και κομμουνιστικού μπλοκ. Το 1975 υπογράφηκε η Συμφωνία του Ελσίνκι για τη Συνεργασία και την Ασφάλεια στην Ευρώπη. Τα κομμουνιστικά κόμματα σ' ολόκληρη την Ευρώπη αναγνωρίζονταν ως νόμιμα μέρη του δημοκρατικού συστήματος. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική στόχευε πλέον μετριοπαθείς λύσεις και τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία εξαφανίζονται το ένα μετά το άλλο.
Μία ακόμη σοβαρή επίθεση κτυπάει την Ιταλία στις 2 Αυγούστου 1980, όταν μία βόμβα που είχε τοποθετηθεί στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια προκάλεσε τη δολοφονία 85 πολιτών και τον τραυματισμό άλλων 200. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη τρομοκρατική επίθεση που πραγματοποιήθηκε στην Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και που δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, αναφορικά με τις προηγούμενες σφαγές, αλλά πιθανά να συνδέεται με τους κύκλους της παλαιάς ανατρεπτική δεξιάς και ίσως με κατευθύνσεις διεθνούς χαρακτήρα.
Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική έντασης τελείωσε και δεν μπορεί να προκύψει ξανά.
Απέτυχε ο πολιτικός στόχος. Μετά τη σφαγή της Piazza Fontana, η τρομοκρατική επίθεση που φαίνεται να ωθούσε την Ιταλία στην επιβολή μίας "ελληνικής" λύσης, και χάρις στην κινητοποίηση των κομμάτων και των συνδικάτων, απέτυχε το σχέδιο για κήρυξη της χώρας σε κατάσταση "έκτακτης ανάγκης", που θα επέφερε την αναστολή των Συνταγματικών εγγυήσεων και των δημοκρατικών ελευθεριών.
Απέτυχε, την επόμενη χρονιά, η απόπειρα πραξικοπήματος που είχε σχεδιαστεί από τον πρίγκιπα Borghese. Ίσως, για την ελλιπή υποστήριξή του από τα υψηλά στρατιωτικά κλιμάκια του Ατλαντικού Συμφώνου, ενώ οι επόμενες συνομωσίες για πραξικόπημα θα παραμείνουν στο επίπεδο του σχεδιασμού, πάντα όλο και περισσότερο απομονωμένες.
Αλλά, εάν ο πολιτικός στόχος εκείνης της στρατηγικής δεν επιτεύχθηκε, παραμένουν ιδιαιτέρως ανησυχητικά όσα προκύπτουν από τη διεξαγωγή των ερευνών που θα έπρεπε να εντοπίσουν τους ενόχους. Είναι στοιχεία που αποκαλύπτουν τη συναυτουργία του μηχανισμού των αστυνομικών αρχών και των Μυστικών Υπηρεσιών και την έλλειψη βούλησης τμήματος του πολιτικού συστήματος να εγγυηθεί τη δικαιοσύνη στη χώρα.
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια ορισμένοι τομείς της Δικαστικής Αστυνομίας που θα έπρεπε να βοηθήσουν τους δικαστές, και κυρίως οι Μυστικές Υπηρεσίες, στις οποίες προΐσταται το Υπουργείο των Εσωτερικών και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, επενέβησαν με μία σειρά "παραπλανητικές" ενέργειες και πράξεις συγκάλυψης στοιχείων που, χάρις στη διάρθρωσή τους και την προέλευσή τους, λαμβάνουν χαρακτηριστικά της "πολιτικής παρεκτροπής" από τις συνταγματικές και θεσμικές λειτουργίες.
Οι έρευνες κατευθύνονται εναντίον οργανώσεων που, έχουν εντοπιστεί εκ των προτέρων και αποτελούν εξιλαστήρια θύματα, όπως για τη σφαγή στην Piazza Fontana, οι αναρχικές οργανώσεις. Σημαντικά πειστήρια εξαφανίστηκαν (ορισμένα εξ αυτών ανακτήθηκαν από τους δικαστές μετά από εικοσιπέντε χρόνια). Κατασκευάστηκαν ψευδείς πληροφορίες ώστε γνωστοί νεοναζί μετατράπηκαν σε αναρχικούς ή φιλοκινέζους. Στελέχη της οργάνωσης Νέα Τάξη που είχαν σταθερές επαφές με τις Μυστικές Υπηρεσίες, όπως ο δημοσιογράφος Guido Giannettini και ο Marco Pozzan, έμπιστος άνθρωπος του Franco Freda, φυγαδεύονται από τη Στρατιωτική Μυστική Υπηρεσία, μόλις η Δικαιοσύνη αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητά τους για τη διερεύνηση των βομβιστικών επιθέσεων της 12ης Δεκέμβρη 1969.
Πράγματι -και αυτό είναι ένα μόνον από τα πολλά επεισόδια που περιγράφουν λεπτομερειακώς ο Speranzoni με τον Κλειτσίκα -στο Καμερίνο το 1972, οι καραμπινιέροι προετοίμασαν ένα αγροτόσπιτο ώστε να εμφανιστεί ως ένα κρησφύγετο εξοπλισμένο με όπλα και εκρηκτικά για να εμπλέξουν, μαζί με τα στελέχη της τοπικής αριστεράς, έλληνες αντιφασίστες νεολαίους που δραστηριοποιούνταν στο εκεί Πανεπιστήμιο.
Το πιο ανησυχητικό επεισόδιο είναι εκείνο που συνέβη μετά την επίθεση στο Πετεάνο τον Μάη του 1972. Μολονότι τα θύματα ήταν τρεις καραμπινιέροι, θα είναι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί των καραμπινιέρων αυτοί που, περιφρονώντας τη θυσία των υφισταμένων τους, θα απομακρύνουν κάθε προσπάθεια έρευνας από τη Νέα Τάξη και θα προσπαθήσουν να στρέψουν τη δικαιοσύνη σε άλλες κατευθύνσεις, όπως σε οργανώσεις της άκρας αριστεράς και κατόπιν στον τοπικό υπόκοσμο, που οι ίδιοι γνώριζαν ότι ήταν ψευδείς.
Θα επιβεβαιωθεί τα επόμενα χρόνια ένα πραγματικά παράδοξο γεγονός. Ο πρωτεργάτης της επίθεσης, ο νεοταξίτης Vincenzo Vinciguerra, θα βρεθεί υποχρεωμένος, για να βεβαιώσει την "επαναστατικότητα" της ενέργειας που είχε διαπράξει διαφωνώντας με τους άλλους νεοταξίτες -(που προτιμούσαν να μην κτυπήσουν, αλλά να συνεργαστούν με τμήματα του κρατικού μηχανισμού)-, ν' αναλάβει δημόσια την ευθύνη των δολοφονιών.
Η δικαστική καταδίκη των αξιωματικών που παραπλάνησαν τις δικαστικές αρχές θα αποτελέσει, έως τα τέλη της δεκαετίας του '80, μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που οι έρευνες απέδωσαν μερική και παράδοξη, επιτυχία εντοπίζοντας και αποδίδοντας τις ευθύνες των… διωκτικών αρχών!
Σίγουρα, για πολλά χρόνια παρέμεινε, και ίσως συνεχίζει να είναι, αποκαρδιωτική η στάση μεγάλου τμήματος του πολιτικού κόσμου. Ένα μόνον παράδειγμα είναι αρκετό για να πιστοποιήσει πόσο ανιαρή υπήρξε η πολιτική θέληση ώστε να αποδοθεί η δικαιοσύνη και η αλήθεια απέναντι στα αθώα θύματα.
Μόνον το φθινόπωρο του 2000, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του, ο Γερουσιαστής Emilio Taviani, ένα από τα μεγαλύτερα στελέχη της Χριστιανικής Δημοκρατίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πολλές φορές Υπουργός, θα αναγνωρίσει με μία κατάθεσή του στις δικαστικές αρχές του Μιλάνο ότι η Στρατιωτική Μυστική Υπηρεσία γνώριζε πολύ καλά για τις βομβιστικές επιθέσεις που θα πραγματοποιούνταν στο Μιλάνο στις 12 Δεκέμβρη 1969, και ότι καθυστέρησε κάθε ενέργεια της για να περιορίσει τα πιθανά τραγικά αποτελέσματα.
Μόνο στις αρχές της δεκαετίας του '90, χάρις και στη χαλάρωση του φαινομένου της παράλυσης που προκαλούσε η αντιπαράθεση μεταξύ δυτικού και κομμουνιστικού μπλοκ, όπως επίσης και σ' ένα νέο κλίμα που ευνοούσε τη συμφιλίωση της νομιμότητας με την πραγματικότητα της χώρας (ας σκεφθούμε τις έρευνες για την πολιτική - διοικητική διαφθορά που χαρακτήρισαν σε βάθος αυτή τη δεκαετία, όπως η λεγόμενη Tangentopoli) στάθηκε δυνατό να ξαναρχίσουν οι έρευνες.
Μόνον τα τελευταία χρόνια στάθηκε δυνατό να ελαχιστοποιηθεί εκείνο το φαινόμενο που ο Γερουσιαστής Giovanni Pellegrino, Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που συστάθηκε για να τεκμηριωθεί από πολιτική άποψη η στρατηγική των σφαγών, δικαίως χαρακτήρισε ως "ανομολόγητη" περίοδος της σύγχρονής ιστορίας της χώρας μας.
Οι έρευνες, με λιγότερες δυσκολίες, στάθηκε δυνατό να εμπλουτιστούν για πρώτη φορά με τις μαρτυρίες και τις συνεργασίες πρώην μελών των ανατρεπτικών οργανώσεων. Στάθηκε δυνατό στους δικαστές να έχουν πρόσβαση στα αρχεία των Μυστικών Υπηρεσιών (πολιτικών και στρατιωτικών) και αποκτήθηκαν ορισμένα στοιχεία για τη βοήθεια που είχαν λάβει στο εξωτερικό, τόσο στην Ευρώπη όσο και σε χώρες της Νότιας Αμερικής, τα στελέχη της "Μαύρης Διεθνούς".
Στο τέλος των ερευνών, που διήρκεσαν σχεδόν μία δεκαετία, καταδικάστηκαν, αντιστοίχως το 2000 και το 2001, από το Ανώτατο Δικαστήριο του Μιλάνο τα στελέχη της Νέας Τάξης που εντοπίσθηκαν ως οργανωτές και εκτελεστές των σφαγών στο Αστυνομικό Μέγαρο του Μιλάνο και στην Piazza Fontana, αν και ένας από τους κύριους υπεύθυνους της σφαγής στην Piazza Fontana, ο Delfo Zorzi, ζει από πολλά χρόνια στην Ιαπωνία και οι αρχές αυτής της χώρας αρνούνται την έκδοσή του, παρά τις αιτήσεις των ιταλικών Δικαστικών αρχών.
Μαζί με τα στελέχη των νεοταξιτών πυρήνων καταδικάστηκε, με μία πολύ μεγάλη ποινή φυλάκισης ο στρατηγός Gianadelio Maletti, ένα από τα σημαντικότερα στελέχη των ιταλικών Μυστικών Υπηρεσιών, αλλά και αυτός παραμένει φυγάς και ζει ανενόχλητος, εδώ και πολλά χρόνια, στη Νότια Αφρική.
Αυτά τα αποτελέσματα είναι μονομερή, αφού οι καταδικαστικές αποφάσεις δεν είναι οριστικές, αλλά οπωσδήποτε αποτελούν το πειστήριο μιας έρευνας για την αλήθεια που δεν κατορθώθηκε να αποσοβηθεί από τις εκτροπές του παρελθόντος.
Είναι επίσης βέβαιο πως παρεκτροπές και παρεμβάσεις δεν έχουν εξαλειφθεί ολοκληρωτικά.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δικαστικών ερευνών συνέβη ένα γεγονός που είναι αποκαλυπτικό για το ιδιαίτερο και άσβεστο ενδιαφέρον των αρχών ασφαλείας αναφορικά με το που θα μπορούσαν να φθάσουν οι έρευνες και με τις δυνατότητες να αναδυθούν οι ευθύνες τους και η συναυτουργία τους κατά το παρελθόν.
Την άνοιξη του 1995, ένας ιταλός πολίτης που εργαζόταν από πολλά χρόνια σε απόρρητες επιχειρήσεις για λογαριασμό του "σταθμού" της C.I.A. στο Μιλάνο, συνελήφθη ενώ έστελνε στην αμερικανική πρεσβεία της Ρώμης ένα φαξ στο οποίο περιγραφόταν η εξέλιξη των δικαστικών ερευνών των αρχών του Μιλάνο, με βάση πληροφορίες που είχε αποκτήσει παρανόμως από ένα μάρτυρα που βρισκόταν στη φυλακή για άλλους λόγους. Σ' αυτήν την αναφορά είναι σαφής η ανησυχία του για την πιθανή εμπλοκή, εξαιτίας της δικαστικής έρευνας, των αμερικανικών Μυστικών Υπηρεσιών εκείνης της εποχής.
Ο πράκτορας της CIA, που συνελήφθη έπ' αυτοφώρω, ομολόγησε με ειλικρίνεια ότι θεωρούσε την πράξη του όχι μόνο νόμιμη, αλλά και χρέος του να πληροφορεί τους ατλαντικούς συμμάχους για τους πιθανούς κινδύνους που θα επέφεραν οι νέες δικαστικές έρευνες των ιταλικών αρχών για θέματα του παρελθόντος που θα έπρεπε προφανώς να "λησμονηθούν"!
Μία παρόμοια ανησυχία δεν πρέπει να εκπλήσσει.
Η ιστορία του Carlo Digilio, πρώην στελέχους της Νέας Τάξης, του οποίου η συνεργασία με τις δικαστικές αρχές υπήρξε καθοριστική για να αποκαλυφθούν οι εκτελεστές της δολοφονικής σφαγής στην Piazza Fontana, ενοποιεί σε μία και μοναδική κατεύθυνση το πρόσφατο παρελθόν της Ιταλίας, της Ελλάδας και των χωρών του Ατλαντικού Συμφώνου.
Ο Carlo Digilio, ο οποίος είχε κατασκευάσει προσωπικά τους εκρηκτικούς μηχανισμούς για τις βομβιστικές επιθέσεις της 12 Δεκέμβρη 1969, συμμετείχε στον ανατρεπτικό πυρήνα που δραστηριοποιούταν σ' ολόκληρη τη Βόρεια Ιταλία και κυρίως στη Βενετία. Στην κατάθεσή του διηγήθηκε για τα φορτία όπλων που προέρχονταν από την Ελλάδα και για άλλα φορτία όπλων που, στη δεκαετία του '70 η οργάνωσή του, μέσω του λιμανιού της Βενετίας, διοχέτευε στους τρομοκράτες της Ε.Ο.Κ.Α. Β΄ που διοικούσε ο στρατηγός Γρίβας.
Περισσότερο σημαντική είναι η αναφορά που κάνει ο Carlo Digilio για την Ελλάδα στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο πατέρας του Digilio ήταν ιταλός αξιωματικός που υπηρετούσε με τα στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα. Διατηρούσε όμως μυστικές επαφές με τις συμμαχικές δυνάμεις και, γι' αυτόν το λόγο, διευκόλυνε τη φυγάδευση άγγλων στρατιωτικών που κινδύνευαν να συλληφθούν από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.
Επιστρέφοντας στην Ιταλία, μετά τον πόλεμο, συνέχισε τη συνεργασία του με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες που τότε ονομαζόταν O.S.S. (Office Strategic Services), και λόγω της δραστηριότητάς του στην Ελλάδα του προσδόθηκε το κωδικό όνομα ΗΡΟΔΟΤΟΣ.
Όμως, με την έναρξη του ψυχρού πολέμου, ο εχθρός των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών δεν ήταν πλέον οι ναζί και οι φασίστες, αλλά οι δυνάμεις της αριστεράς που οι αμερικανοί ανησυχούσαν πως θα μπορούσαν να εισέλθουν στην κυβέρνηση της Ιταλίας βοηθούμενες, λόγω γεωγραφικής θέσης, από τη Γιουγκοσλαβία και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο Ηρόδοτος συνέχισε στην Ιταλία τη δραστηριότητά του στην υπηρεσία των αμερικανών, αλλά αυτή τη φορά με διαφορετικά καθήκοντα: την αρχειοθέτηση και τον έλεγχο της κομμουνιστικής δραστηριότητας και των άλλων δυνάμεων της αριστεράς. Του είχε ανατεθεί επίσης, η στρατολόγηση των παλαιών αντιπάλων, δηλαδή των στελεχών του φασιστικού καθεστώτος, που τώρα όμως είχαν αποκτήσει αντικομμουνιστικά καθήκοντα.
Ο Carlo Digilio, μετά το θάνατο του πατέρα του τη δεκαετία του '60, ανέλαβε το κωδικό όνομα και τα καθήκοντά του στην υπηρεσία των αμερικανών και κατά συνέπεια είχε ένα διπλό ρόλο: να θητεύει στην ακροδεξιά οργάνωση Νέα Τάξη και να ασχολείται με την εκπαίδευση των στελεχών της οργάνωσης στη χρήση των εκρηκτικών. Ταυτοχρόνως είχε καθήκον να πληροφορεί, με την ιδιότητα του καλυμμένου πράκτορα, τους αμερικανούς της στρατιωτικής βάσης στο Βένετο, για την επιτυχία της εκστρατείας των βομβιστικών επιθέσεων.
Έτσι, μέσω του Carlo Digilio και άλλων πληροφοριοδοτών, οι Μυστικές Υπηρεσίες του ΝΑΤΟ επέτρεψαν ή και ίσως ενέπνευσαν τις βομβιστικές επιθέσεις στην Ιταλία, αφού οι συνθήκες τρόμου και ανασφάλειας θα μπορούσαν να πείσουν την κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα μιας αυταρχικής στροφής και θα απέτρεπαν κάθε προοδευτική προοπτική και συμμετοχή σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, που παρέμεναν οι ίδιοι από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Σ' αυτές τις τελευταίες έρευνες αποκαλύφθηκε μία αλήθεια που προκαλεί ανησυχία. Δηλαδή, ότι στις αμερικανικές βάσεις που βρίσκονται στο ιταλικό έδαφος, οι ΝΑΤΟϊκές Μυστικές Υπηρεσίες επέτρεπαν βομβιστικές επιθέσεις και μαζικές σφαγές αθώων πολιτών της ίδιας συμμαχικής χώρας που τους φιλοξενούσε.
Θα επιθυμούσα να ολοκληρώσω τον πρόλογό μου με δύο προσωπικές αναμνήσεις που αναδύονται από τις σπουδαστικές μου αναμνήσεις ως μαθητής Λυκείου στο Μιλάνο τα χρόνια που ο ελληνικός λαός υπέφερε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Εάν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο στην Ισπανία, για λόγους συγγενικών ιδεωδών που οφείλονται στη γλώσσα και στην εθελοντική στράτευση πολλών ιταλών αντιφασιστών στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936 - 1939), οι τύχες του ισπανικού λαού ήταν πάντα στην καρδιά της δημοκρατικής ιταλικής κοινής γνώμης, δεν ήταν μικρότερα τα αισθήματα του ιταλικού λαού προς τον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου.
Αυτό βεβαιώνεται από δύο γεγονότα που δεν έχουν ξεχαστεί και που ανήκουν πλέον στη μνήμη μιας γενιάς ιταλών που έζησε τις εμπειρίες και τις ελπίδες της δεκαετίας του '60.
Το 1968, όταν μετά το σχέδιο επίθεσης εναντίον του δικτάτορα Παπαδόπουλου, καταδικάστηκε σε θάνατο ο έλληνας αντιφασίστας Αλέξανδρος Παναγούλης, μετά από μία δίκη στην οποία καταδίκασε με κουράγιο τη συστηματική χρήση βασανιστηρίων και τη συμμετοχή των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στην επιβολή του πραξικοπήματος της 21ης Απρίλη 1967, οι δρόμοι πολλών ιταλικών πόλεων γέμισαν από διαδηλωτές που καταδίκαζαν το δικτατορικό καθεστώς και υποστήριζαν τον Αλέξανδρο Παναγούλη.
Είναι βαθιά χαραγμένα στην προσωπική μου μνήμη τα πανό και οι αφίσες μπροστά στις ελληνικές προξενικές έδρες για την απελευθέρωση του Αλέξανδρου Παναγούλη και οι γενικές συνελεύσεις του Λυκείου μου, στο οποίο φοιτούσαν τα παιδιά της αστικής τάξης του Μιλάνο. Ένα Λύκειο όπου διδάσκονταν τα ελληνικά και τα λατινικά, αλλά στο οποίο -ίσως για πρώτη φορά- η μεγάλη πλειοψηφία των σπουδαστών επαναστάτησε για κάτι που δεν τους ακουμπούσε άμεσα και, στις πρώτες διαδηλώσεις εκείνου του φαινομένου που κατόπιν θα λάβει την ονομασία "φοιτητική αμφισβήτηση", απομόνωσε τους φοιτητές των φασιστικών οργανώσεων που εγκωμίαζαν το συνταγματάρχη Παπαδόπουλο και επιθυμούσαν για την Ιταλία μία λύση "αλά ελληνικά".
Ο αγώνας της νεολαίας και των ιταλών σπουδαστών δεν μπορούσε να μην εισακουστεί και παρακίνησε ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου: στη χουντική κυβέρνηση των Αθηνών στάλθηκαν επίσημες κοινές διαμαρτυρίες, τόσο από την ιταλική Κυβέρνηση, όσο και από την Αντιπολίτευση, που καταδίκαζαν το καθεστώς και απαιτούσαν μία νέα δίκη με δημοκρατικές εγγυήσεις για τον Αλέξανδρο Παναγούλη.
Η ιταλική κοινή γνώμη έδωσε τη δική της σημαντική συνεισφορά στο διεθνή αγώνα που έσωσε τη ζωή του Αλέξανδρου Παναγούλη.
Το 1969, την επόμενη τραγική χρονιά δηλαδή, με την πρώτη φασιστική σφαγή στο Μιλάνο, εκείνη της Piazza Fontana, άρχισε στην Ιταλία η προβολή του κινηματογραφικού έργου "Ζ τα όργια της εξουσίας", του έλληνα σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά.
Το φιλμ βασίστηκε στο έργο του Βασίλη Βασιλικού και ο σκηνοθέτης προκάλεσε τη διεθνή προσοχή διηγούμενος πως προετοιμάστηκε και υλοποιήθηκε, στη Θεσσαλονίκη το 1963, η δολοφονία του βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη. Πως ένας Δικαστής, ο Χρήστος Σαρτζετάκης, που δεν υποτάχθηκε στην εξουσία και μπόρεσε, μέσα από χίλιες δυσκολίες, να απαγγείλει τις κατηγορίες στους δολοφόνους και τα στελέχη των στρατιωτικών αρχών που τους κάλυπταν, απέτρεψε να θεωρηθεί εκείνη η πολιτική δολοφονία ως ένα συνηθισμένο τροχαίο ατύχημα.
Είχε τεράστια επιτυχία στην Ιταλία εκείνο το φιλμ και όχι μόνο προβλήθηκε στις μεγάλες κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά αποτέλεσε ένα μόνιμο σημείο συνάντησης στις ταινιοθήκες και στις αίθουσες των πολιτιστικών κέντρων της νεολαίας και προκάλεσε συζητήσεις με αναζητήσεις.
Μετά από λίγο χρόνο, στην Ιταλία, τα από τη μία πλευρά επεισόδια "παραπλάνησης" των δικαστικών αρχών και οι προσπάθειες τμημάτων του κρατικού μηχανισμού να θάψουν ενοχλητικές δικαστικές έρευνες, από την άλλη, και ευτυχώς, η προσήλωση στο καθήκον και την αλήθεια ορισμένων δικαστών και η θέλησή τους να διαλευκάνουν τις δολοφονικές σφαγές και τα σημαντικά πολιτικά εγκλήματα αποτέλεσαν για την Ιταλία καθημερινό αντικείμενο συζήτησης και καθήκοντος για την πολιτισμένη κοινωνία.
Ακόμη και τώρα, μετά από 33 χρόνια, το φιλμ του Κώστα Γαβρά, βρίσκεται σε περίοπτη θέση στις εκδηλώσεις των πολιτιστικών ταινιοθηκών, δίπλα στα κινηματογραφικά έργα των ιταλών σκηνοθετών που αναφέρονται στα μεγάλα, σημαντικά και μυστηριώδη γεγονότα της σύγχρονης ιταλικής ιστορίας.
Αυτά τα δύο θραύσματα της ιταλικής πολιτικής ιστορίας εξηγούν από μόνα τους γιατί το κοινό έργο του Νίκου Κλειτσίκα και του Andrea Speranzoni δεν αποτελεί μία τυχαία συνάντηση, αλλά το βιβλίο τους συνθέτει και ολοκληρώνει τη μνήμη των βασάνων και μιας εμπειρίας που υπήρξαν κοινό στοιχείο για τον ελληνικό και τον ιταλικό λαό.

Δόκτωρ Guido Salvini
Δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου Μιλάνο Ιταλίας



ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ Guido Salvini

Ο Δικαστής Guido Salvini, γεννήθηκε και σπούδασε στο Μιλάνο. Εργάστηκε ως βοηθός στην έδρα του Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο. Με την είσοδό του στο Δικαστικό Σώμα, από το 1984 ξεκίνησε την καριέρα του ως Εφέτης - Ανακριτής.
Ασχολήθηκε, με την ιδιότητα του Εφέτη - Ανακριτή, με τις τρομοκρατικές οργανώσεις Πρώτη Γραμμή και Ερυθρές Ταξιαρχίες μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80, δηλαδή έως την ολοκλήρωση εκείνης της περιόδου τρομοκρατίας που επήλθε με τη δολοφονία του Γερουσιαστή Roberto Ruffilli (1988) και με την εξάρθρωση της τελευταίας κολόνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών στο Μιλάνο.
Στη διάρκεια αυτών των δικαστικών ερευνών αντιμετώπισε με μεγάλη προσοχή και ιδιαιτερότητα τα ζητήματα της αποσύνδεσης των ατόμων από την τρομοκρατία, την ανάκτηση και επανένταξη των νέων, που είχαν επιλέξει τον ένοπλο αγώνα, στην κοινωνία.
Οι τελευταίες του έρευνες σ' αυτή την κατεύθυνση οδήγησαν στην ανακάλυψη αυτών που δολοφόνησαν τον ταξίαρχο της Αστυνομίας Antonino Custra, το 1977 κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης από μέλη της οργάνωσης Εργατική Αυτονομία και τους δολοφόνους του νεολαίου της δεξιάς Sergio Ramelli, το 1975 από μία ομάδα περιφρούρησης.
Στη διάρκεια των ερευνών του για τη δολοφονία του S. Ramelli ανακάλυψε ένα αρχείο που περιείχε, μεταξύ άλλων, ένα σημαντικό ντοκουμέντο για τις σχέσεις των πυρήνων της Νέας Τάξης στο Μιλάνο και τη Βενετία, όπως επίσης και για τους ωρολογιακούς μηχανισμούς που χρησιμοποιήθηκαν στη σφαγή της Piazza Fontana. Αυτή η ανακάλυψη του Δικαστή Guido Salvini, στάθηκε η ευκαιρία να αρχίσουν εκ νέου οι δικαστικές έρευνες για εκείνη την τρομοκρατική δολοφονική ενέργεια, για τις τρομοκρατικές οργανώσεις τις δεξιάς και τις συνωμοτικές σχέσεις τους με τις Μυστικές Υπηρεσίες και τον κρατικό μηχανισμό. Επρόκειτο για δικαστικές έρευνες που είχαν κλείσει για τις δικαστικές αρχές του Μιλάνο μετά από την μεταφορά της εκδίκασης πρώτου βαθμού στο Δικαστήριο του Καταντζάρο.
Στη διάρκεια ερευνών, για σχεδόν μία δεκαετία, αποκαλύφθηκαν νέα στοιχεία που επέτρεψαν τη διεξαγωγή νέων δικών για τους φερόμενους ως εκτελεστές της σφαγής στην Piazza Fontana (προσφάτως καταδικάστηκαν) και για τους εκτελεστές της σφαγής μπροστά στην Αστυνομική Επιθεώρηση του Μιλάνο (δίκη που σε πρώτο βαθμό ολοκληρώθηκε με καταδίκες). Αυτές οι δίκες επέτρεψαν να χυθεί άπλετο φως και η αλήθεια, όχι μόνον ο ρόλος, που διαδραμάτισαν στο φαινόμενο της τρομοκρατίας, οι ιταλικές Μυστικές Υπηρεσίες, αλλά και ο ρόλος των Μυστικών Υπηρεσιών του ΝΑΤΟ.
Χάρη σ' αυτές τις δικαστικές έρευνες, για πρώτη φορά, δόθηκε η δυνατότητα ν' αναλυθούν οι σχέσεις στο εσωτερικό της άκρας δεξιάς. Για πρώτη φορά οι δικαστές μπόρεσαν να έχουν πρόσβαση και να εξετάσουν όλα τα απόρρητα αρχεία του Υπουργείου των Εσωτερικών και της Μυστικής Υπηρεσίας SISMI.
Σήμερα ο δόκτορας Guido Salvini είναι Δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο του Μιλάνο και διεξάγει τις δικαστικές έρευνες που αφορούν την απαγωγή της Alessandra Sgarella, από τη μαφία, τις βομβιστικές επιθέσεις στην Εφορία και το Πανεπιστήμιο του Μιλάνο, που έχουν αποδοθεί σε ακροδεξιούς που εισχώρησαν σε οργανώσεις του πολιτικού κόμματος της Λέγκα του Βορρά.
Προσφάτως ο Δικαστής Guido Salvini διεξάγει δικαστικές έρευνες που αφορούν την επανεμφάνιση τα τελευταία δύο χρόνια και τις δολοφονικές επιθέσεις των νέων Ερυθρών Ταξιαρχιών, άλλες τρομοκρατικές ακροαριστερές οργανώσεις και τη δραστηριότητα στην Ιταλία των τρομοκρατικών οργανώσεων του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Έχει συγγράψει βιβλία νομοθετικού περιεχομένου και ειδικότερα: τους ειδικούς αντιτρομοκρατικούς νόμους που ψηφίστηκαν στην Ιταλία τα "μολυβένια χρόνια", τη νομοθεσία για τους μετανιωμένους τρομοκράτες, την εθνική και διεθνή νομοθεσία και συνεργασία για τις εκδόσεις υποδίκων. Τα περισσότερα έργα του Guido Salvini, έχουν εκδοθεί από το Πανεπιστήμιο του Μιλάνο και εμπνέονται από την επαγγελματική του εμπειρία.
Συνεργάζεται και συμμετέχει σε εκδηλώσεις πολιτιστικών οργανώσεων και σε συνέδρια, επίσης συνεργάζεται με Σχολεία και Πανεπιστήμια ώστε να μπορέσει να μεταδώσει στους νέους την εμπειρία που απόκτησε στη διάρκεια των ερευνών του για την τρομοκρατία και να συνεισφέρει στον προβληματισμό και τη μνήμη εκείνων των γεγονότων που συντάραξαν την πολιτισμένη κοινωνία.

  • Περισσότερα για τον Dr. Guido Salvini:
    Dr. Guido Salvini, Δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου Ιταλίας.


    Επιστροφή στην αρχική σελίδα
    Ritorna alla pagina principale