Dr. Gianni Cipriani

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΛΕΙΤΣΙΚΑ & ANDREA SPERANZONI

Παρεκτρεπόμενοι.
Για πολλά χρόνια όλοι μιλούσαν μόνο για "παρεκτροπές". Για δημοκρατικούς θεσμούς, δηλαδή, στο εσωτερικό των οποίων όμως δραστηριοποιούνταν πράκτορες ή αξιωματικοί οι οποίοι, με πρόστυχες μεθόδους ή και κάτι περισσότερο, βοηθούσαν τους τρομοκράτες, προστάτευαν τους δολοφόνους, υποστήριζαν τους πραξικοπηματίες.
Επίσης, οι αρχηγοί της νεοφασιστικής τρομοκρατίας περιγράφηκαν ως ατρόμητοι επαναστάτες χωρίς λεκέδες, αλλά ταυτόχρονα και ως "θερμοκέφαλοι", αν όχι παρανοϊκοί, όπως ο Giancarlo Esposti ή ο Gianfranco Bertoli, που είχε εξοικειωθεί τόσο με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ όσο και με τα όπλα, και πέθανε ισοβίτης, υποκρινόμενος μέχρι τέλους τον ατομιστή αναρχικό όπως τον δίδαξαν οι εντολείς της Ordine Nuovo, ακόμη και όταν τον χαστούκιζαν.
Εν ολίγοις, η γένεση της τρομοκρατίας στην Ιταλία και στις άλλες χώρες της δυτικής επιρροής θα είχε πολλούς λόγους να αναλυθεί από κοινωνιολόγους ή από ψυχολόγους κοινωνικών συμπεριφορών, παρά από τους ιστορικούς. Σάμπως μία δεκαετία τρομοκρατίας αποτελούσε έναν απλό καρπό της ανθρώπινης τρέλας, που για ν' αναδυθεί είχε βρει το άλλοθι στην πολιτική απόχρωση.
Στην πραγματικότητα, η πραξικοπηματική-ανατρεπτική πορεία που, με διάφορες μορφές και μεθόδους, εκφράστηκε σ' ένα μεγάλο τμήμα της Δύσης από αυθορμητισμό είχε μόνον τις ωθήσεις μίας διαφοροποιημένης ριζοσπαστικής δεξιάς που αναζητούσε λύτρωση και μία νέα ταυτότητα. Όλα τα υπόλοιπα αποτέλεσαν προϊόν ενός διαυγούς και καθόλου παραλογικού σχεδιασμού. Αυτός ο πολιτικοστρατιωτικός σχεδιασμός από το "Δόγμα Τρούμαν" στην κατευθυντήρια οδηγία Westmoreland, διαπερνώντας όλες τις επεξεργασίες του πολέμου, είτε "χαμηλής έντασης" είτε "ανορθόδοξου", προέβλεψε κινήσεις, προκατέβαλε σενάρια, εντόπισε τους στόχους.
Το κυρίαρχο προτέρημα αυτού του βιβλίου, του Speranzoni και του Κλειτσίκα, εμπεριέχεται σ' αυτή τη - για εμένα πειστική - μέθοδο ανάλυσης και ερμηνείας: παρουσιάζει την ανάλυση με βάση την επιστημονική παράμετρο, τεκμηριώνει με αποδείξεις πως, στον ανατρεπτικό σχεδιασμό της μεταπολεμικής περιόδου, η τρομοκρατία αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας, επιθυμητό έως και καθοδηγούμενο.
Οι συγγραφείς τεκμηριώνουν πως υπήρξε άμεση μετάβαση από τις θεωρίες του "ανορθόδοξου πολέμου" μέχρι τα πραξικοπήματα ή τις τρομοκρατικές ενέργειες και πως το μόρφωμα εντός του οποίου κινήθηκαν οι τρομοκράτες είχε προαποφασιστεί στο σύνολό του. Δηλαδή, τεκμηριώνουν πως η σφαγή αποτέλεσε μέθοδο και όχι υποκειμενική πράξη μιας ομάδας ακυβέρνητων φασιστών.
Με μεγάλη ακρίβεια ο Speranzoni και ο Κλειτσίκας διαφωτίζουν τα διάφορα θεωρητικά και πρακτικά επίπεδα αυτού που για τη δική μας ευκολία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως "ανορθόδοξο πόλεμο" της Δύσης εναντίον του εσωτερικού και του εξωτερικού της εχθρού, δηλαδή των κομμουνιστών. Ένας εχθρός πολύ επικίνδυνος, διότι είναι αόρατος, ικανός να αναλάβει την ηγεσία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και να διευθύνει το αντάρτικο, ικανός να οργανώσει την εξέγερση, δηλαδή την επανάσταση μέσα από παράνομες ηγεσίες, εκμεταλλευόμενος τη λαϊκή δυσαρέσκεια με το όπλο των απεργιών ή της προπαγάνδας. Ένας εχθρός που δεν μπορούσε ν' αντιμετωπιστεί με τους στρατούς και τα συμβατικά όπλα.
Σήμερα, ίσως, χρειάζεται προσπάθεια ώστε να γίνει κατανοητός εκείνος ο φόβος που φαίνεται τόσο δυσανάλογος όσο και παράλογος. Και είναι πολύ δύσκολο να βρούμε κάποια δικαιολογία στα αποκαλυπτικά λόγια αυτών που ανακοίνωναν ότι ήδη έχει υπάρξει μία κομμουνιστική εισβολή και που καλούσαν τη Δύση ν' αντισταθεί υπερασπιζόμενη τις αξίες του πολιτισμού από τη βαρβαρότητα. Όμως, εκείνο ήταν το κλίμα, το περιβάλλον μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας: απ' αυτήν την παθολογική πολιτική κατάσταση εκπορεύτηκε εκείνο το τρομοκρατικό κίνημα.
Αλλά, εάν ο "φόβος" είναι η βάση της ασθένειας οφείλουμε να εντοπίσουμε και το κίνητρο της υποκίνησης. Τι ήταν αυτό που εκτίναξε το μηχανισμό; Πότε επήλθε το πέρασμα από τις θεωρίες στην πράξη; Πιθανότατα το "ποιοτικό άλμα" - αν έτσι μπορούμε να το ονομάσουμε - συμπίπτει με την ανάπτυξη των κινημάτων εθνικής απελευθέρωσης και με τους φόβους της Δύσης ότι δεν μπορεί ν' αντιπαρατεθεί, με τις παραδοσιακές μορφές δράσης, σ' ένα φαινόμενο που - φοβούνταν - θα επικρατούσε σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ήττα των γάλλων στην Ινδοκίνα αποτέλεσε ένα φοβερό κτύπημα: ένας κανονικός και πολύ καλά εξοπλισμένος στρατός ηττήθηκε από αντάρτες χωρίς εξοπλισμό και αριθμητικά κατώτερους. Έπρεπε να επανεξεταστεί το σύνολο της στρατηγικής.
Σ' αυτό το σημείο τελειοποιούνται οι θεωρίες της αντί-εξέγερσης στο επίπεδο των επεξεργασιών του "επαναστατικού πολέμου". Επακολουθούν πολλά συνέδρια και επεξεργασίες μελετών που θα προσδώσουν υπόσταση στη θεωρία του "πολιτικού πολέμου".
Αποτέλεσμα αυτής της στροφής είναι ο πολλαπλασιασμός των πραξικοπημάτων με την άμεση καθοδήγηση της CIA. Καθώς επίσης ο σχεδιασμός της τρομοκρατίας. Κτυπάμε τους κομμουνιστές με τα ίδια τους τα όπλα πριν το κάνουν αυτοί. Στις εξτρεμιστικές λέσχες κυριαρχεί το αξίωμα πως ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει και πρέπει να υπάρξει άμεση αντίδραση.
Στο Συνέδριο που οργανώθηκε στη Ρώμη από το Ινστιτούτο Pollio τον Μάη του 1965 - το οποίο εκτιμήθηκε από τους ιστορικούς ως η στιγμή κορύφωσης της ιταλικής επεξεργασίας για τη στρατηγική έντασης - οι εισηγητές ανέλυσαν μέχρι και τους κινδύνους από μία πολιτική "ύφεσης": "Στην περίπτωση ύφεσης ή, όπως λέγεται σήμερα, συνομιλιών (…) η διείσδυση μπορεί να διεξαχθεί σε βάθος, άμεσα, φθάνοντας μέχρι τα ζωτικά όργανα του Έθνους. Διότι σε περίπτωση ύφεσης, συνομιλιών ή ακόμη και ανοιγμάτων στην αριστερά, ή, αν θέλουμε, μεγέθυνσης του δημοκρατικού χώρου, όχι μόνον η κοινή γνώμη δεν διαισθάνεται με διαύγεια την παρουσία ενός επαναστατικού πολέμου, αλλά ούτε ευαισθητοποιείται σχετικά με τις δράσεις του. Τουναντίον, δεν γνωρίζει ούτε τον εχθρό, ο οποίος δεν καταγγέλλεται για το φόβο να διακοπούν η ύφεση και οι συνομιλίες".
Αυτές ήταν σε γενικές γραμμές οι θεωρητικές αναφορές, αλλά σε καθαρά στενό επιχειρησιακό επίπεδο η δυτική στρατηγική κινήθηκε σε συνεργία, περισσότερο ή λιγότερο σχεδιασμένη, με όλες εκείνες τις δυνάμεις που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ότι είχαν σημείο αναφοράς τη "Μαύρη Διεθνή".
Σίγουρα, έχει ήδη εξηγηθεί ιστορικά ότι παραπλανάται όποιος αντιλαμβάνεται τη Μαύρη Διεθνή ως μία κεντρική οργάνωση με μία Διοίκηση που καθορίζει τις γραμμές σε εξαρτώμενες ιεραρχικά οργανώσεις. Θα ήταν σωστότερο να μιλήσουμε για ένα σύνολο αυτόνομων υποκειμένων που συμμερίζονται ορισμένες θεμελιώδεις αρχές και συντονίζονται μεταξύ τους. Αλλά, σ' αυτή την περίπτωση η "κόλλα" εκφράζεται, εκτός από τη νεοφασιστική ιδεολογία, από τους δυτικούς μηχανισμούς που πάντα διατήρησαν μία σχέση εσωτερική/εξωτερική μ' αυτές τις οργανώσεις. Αρκεί το σημαντικό γεγονός "Aginter Press" του Guerin Serac, κεντρικός μηχανισμός για τις μη συμβατικές επιχειρήσεις, για εκείνες δηλαδή που οι Μυστικές Υπηρεσίες δεν μπορούσαν να επιτρέψουν. Στο βιβλίο των Speranzoni και Κλειτσίκα αναδύεται ξεκάθαρα πόσο εκτεταμένος ήταν αυτός ο ιστός σχέσεων, πόσο πολυάριθμες ήταν οι οργανώσεις και οι προσδοκίες τους. Αποσαφηνισμένος είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο τόσες πολλές και διαφορετικές εμπειρίες, σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, έβρισκαν έδαφος επαφής μεταξύ τους και μπορούσαν να στηριχθούν σε δίκτυα αλληλεγγύης.
Εσωτερική / εξωτερική σχέση, παραχωρήσεις στον επαναστατικό "υποκειμενισμό", αυτονομία οργανώσεων, αλλά ξεκάθαροι στόχοι. Στόχοι εναρμονισμένοι με τις αντιλήψεις του "ανορθόδοξου πολέμου" και των περισσότερο ακραίων ατλαντικών απόψεων. Δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν διαφορετικά ούτε οι υπόγειες σχέσεις που διατήρησε η "δημοκρατική" Ιταλία μέσω των Μυστικών Υπηρεσιών της "χουντικής" Ελλάδας, ούτε τα ταξίδια των ιταλών νεοφασιστών στην Ελλάδα για να υμνήσουν την ελληνική "επανάσταση" και τα ταξίδια προσωπικοτήτων όπως ο Pino Rauti, ο οποίος πληρωνόταν από το Μορφωτικό Ακόλουθο της αμερικανικής πρεσβείας στη Ρώμη.
Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά η παρουσία των πρακτόρων της αμερικανικής στρατιωτικής Μυστικής Υπηρεσίας στην οργάνωση Ordine Nuovo, η οποία σχεδίασε και υλοποίησε τις σφαγές της Piazza Fontana, του Αστυνομικού Μεγάρου στο Μιλάνο και, πιθανώς, τη σφαγή στη Μπρέσια. Δεν μπορεί να δοθεί μία άλλη εξήγηση ούτε στην προμήθεια όπλων σε ανατρεπτικές οργανώσεις πραξικοπηματιών, όπως η Mar, που παραλάμβαναν τα όπλα μέσω αξιωματικών των καραμπινιέρων και από τις βάσεις του ΝΑΤΟ στο Τριβένετο.
Καμία παρεκτροπή λοιπόν. Αλλά, ένας πολιτικοστρατιωτικός σχεδιασμός. Ένας σχεδιασμός που εμφανίζεται, επίσης, στο φαινόμενο των "εισοδιστών" και πληροφοριοδοτών, κυρίαρχο καθήκον των οποίων είναι να "διαχειριστούν" τις ανατρεπτικές στρατηγικές.
Η στρατηγική του "ανορθόδοξου πολέμου" θεώρησε ως σημαντικό εμπόδιο την ύφεση. Σημαντικό εμπόδιο ήταν τα κομμουνιστικά κόμματα τα οποία, αντί να υποθάλψουν την τρομοκρατία, είχαν επιλέξει το δημοκρατικό δρόμο. Το 1974 (Μνημόνιο Leone - Moro - Kissinger - Ford) ο Υπουργός Εξωτερικών Kissinger υποστήριζε πως οι Η.Π.Α. ήταν "περισσότερο ανήσυχες για τη δράση ενός υπεύθυνου κομμουνιστικού κόμματος παρά για εκείνη ενός ανεύθυνου κομμουνιστικού κόμματος, διότι εάν εμφανίζονται υπεύθυνα, με το πέρασμα του χρόνου θα αποτελέσουν μεγαλύτερη απειλή για την δημοκρατία".
Αυτή η αντίληψη ήταν ένα από τα θεμέλια της στρατηγικής. Αποτελεί το κλειδί κατανόησης γιατί, στην Ιταλία, η Ordine Nuovo και οι άλλες οργανώσεις της νεοφασιστικής δεξιάς επέλεξαν να διεισδύσουν μαζικά στις φιλοκινεζικές οργανώσεις, με σκοπό να προωθήσουν την ένταση και τη σύγκρουση, και να οργανώσουν τρομοκρατικές επιθέσεις που κάθε φορά αποδίδονταν στην αριστερά. 'Aρα μπορούμε να κατανοήσουμε την αφετηρία ενός περίπλοκου και τραγικού γεγονότος όπως η σφαγή της Piazza Fontana και η δικαστική έκβασή της. Μία δικαστική διαδικασία που την χαρακτήρισαν παραπλανήσεις, ψέματα και μία δύσκολη αναζήτηση της αλήθειας που, από τυπική θεώρηση, δεν έχει ούτε ολοκληρωθεί.
Το βιβλίο του Andrea Speranzoni και του Νίκου Κλειτσίκα έχει το πλεονέκτημα της εξήγησης των θεωριών, της ανάδειξης των δολοπλοκιών, υπογραμμίζοντας τα κοινά σημεία μεταξύ της ελληνικής και της ιταλικής υπόθεσης που θεωρητικά θα έπρεπε ν' αποτελούν δύο πλήρως διαχωρισμένες υποθέσεις.
Πάνω απ' όλα, αυτό το βιβλίο έχει το πλεονέκτημα να εμφανίζει τα ντοκουμέντα που μιλούν από μόνα τους και ταυτόχρονα προτείνει μία μέθοδο ανάγνωσης κριτική και εύστροφη. Αυτό δεν είναι κάτι το εύκολο, κυρίως σε μία περίοδο που, με αναθεωρητισμούς και εκσυγχρονιστικές ρυθμίσεις βολέματος πολλών προελεύσεων, ενεργοποιείται μια νέα σχολή πολεμιστών που μιλά για τα πάντα, εκτός από τα ντοκουμέντα.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, οι μελετητές που είχαν αναδείξει την ατλαντική προέλευση του "δυϊσμού" σε πολλές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, και την "περιορισμένη κυριαρχία" ως δομική βάση των παρεκτροπών, κατηγορούνταν ότι μεροληπτούσαν. Ή, ακόμη χειρότερα, ότι επιθυμούσαν πάση θυσία να βρουν συγκεκαλυμμένες αλήθειες.
Σήμερα τα ντοκουμέντα υπάρχουν και είναι πάρα πολλά: όποιος θέλει μπορεί να τα μελετήσει. Ο Andrea Speranzoni και ο Νίκος Κλειτσίκας μας υποδεικνύουν αυτή τη διαδρομή. Μία διαδρομή που εύκολα μπορούμε να διατρέξουμε: αρκεί να μην κλείσουμε τα μάτια.

Δόκτωρ Gianni Cipriani
Δοκιμιογράφος,
Εμπειρογνώμονας της ιταλικής Ειδικής Εξεταστικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την Τρομοκρατία



ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ Dr. Gianni Cipriani

Δοκιμιογράφος, Σύμβουλος της ιταλικής Ειδικής Εξεταστικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την Τρομοκρατία.
Ως δημοσιογράφος έχει ασχοληθεί ειδικότερα με το φαινόμενο της λεγόμενης "στρατηγικής έντασης" και σήμερα είναι από τους βασικότερους και εγκυρότερους μελετητές και αναλυτές της νέας σημερινής ανάπτυξης της Τρομοκρατίας.
Έχει γράψει, μεταξύ άλλων:
Sovranita' limitata: storia dell'eversione atlantica in Italia, Associate, 1991,
Giudici contro. Le schedature dei Servizi segreti, Riuniti, 1994,
I mandanti. Il patto strategico tra massoneria e poteri politici, Riuniti, 1993,
Lo Stato invisibile, Sperling e Kupfer, 2002.


  • Περισσότερα για τον Dr. Gianni Cipriani:
    Dr. Gianni Cipriani